- μεσάζω
- και μεσιάζω και μισάζω και μισιάζω (ΑM μεσάζω) [μέσος]διαιρώ κάτι στη μέση, διχοτομώνεοελλ.1. καταναλώνω τη μισή ποσότητα από κάτι («τό μεσάσαμε το κρασί»)2. (η μτχ. ενεστ. αρσ. και θηλ. ως ουσ.) ο μεσάζων, η μεσάζουσατο μέντιουμνεοελλ.-μσν.παρεμβαίνω ή ανακατεύομαι κάπου ή υπέρ κάποιου, κάνω τον μεσίτη ή τον μεσάζοντα, μεσολαβώ2. (η μτχ. πληθ. αρσ. ως ουσ.) οι μεσάζοντεςα) άτομα που μεσολαβούν είτε στις συναλλαγές για τη σύναψη συμφωνιών είτε προς τις αρχές για την επίλυση διαφόρων θεμάτων, μεσολαβητέςβ) (στο Βυζάντιο) ανώτατοι αξιωματούχοι ή υπουργοί τής βασιλικής Αυλήςμσν.1. κατέχω σημαντική θέση2. πλησιάζω το κέντρο3. τοποθετώ κάτι στο κέντρο4. (για μεσίτη) α) διεκπεραιώνωβ) μεταφέρω ή μεταβιβάζω μήνυμα5. φρ. «μέγας μεσάζων»(ως τίτλος) ο ανώτατος αυλικός τής αυτοκρατορίας τής Τραπεζούνταςμσν.-αρχ.είμαι ή βρίσκομαι στο μέσο μιας κατάστασης (α. «πότερον ἄρχοιτο τὸ πάθος ἢ μεσάζοι», Ιπποκρ.β. «νυκτός... μεσαζούσης», ΠΔγ. «πᾱς δ'ὁ μεσάζων τόπος ὑπὸ τῆς παλιῤῥοίας ἀφροῡ τε πληροῡται», Διόδ.)αρχ.1. (για φαγητό) είμαι μισοψημένος2. (το μέσ.) μεσάζομαια) παρεμβάλλομαι («αἱ μεσαζόμεναι λέξεις», Απολλ. Δύσκ.)β) καταλαμβάνω θέση στο κέντρο.
Dictionary of Greek. 2013.